- πυραλις
- πυραλίςπῠραλ(λ)ίς-ίδος ἥ предполож. малиновка Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
piral — (Del gr. pyrallis.) ► sustantivo masculino 1 ZOOLOGÍA Insecto lepidóptero de la familia de los pirálidos, una de cuyas especies es perjudicial para las plantas forrajeras. SINÓNIMO piragón pirausta FRASEOLOGÍA piral de la vid ZOOLOGÍA Insecto… … Enciclopedia Universal
αλία — I Ονομασία της εκκλησίας του δήμου σε πολλές δωρικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη. H α. δεν είχε απεριόριστη εξουσία όπως η εκκλησία του δήμου στην εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας. II (halia). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά … Dictionary of Greek
πυραλλίς — και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, ίδος, ἡ, Α 1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού 2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά 3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την… … Dictionary of Greek
πυρραλίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πυραλίς … Dictionary of Greek
piral — (Del lat. pyrālis, y este del gr. πυραλίς). m. Mariposa que los antiguos suponían vivía en el fuego y que moría si se apartaba de él … Diccionario de la lengua española